- καταφυλλοροέω
- καταφυλλοροέω1 shed leaves met., fade υἱὲ Φιλάνορος, ἤτοι καὶ τεά κεν ἀκλεὴς τιμὰ κατεφυλλορόησε(ν)
ποδῶν O. 12.15
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ποδῶν O. 12.15
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
κατεφυλλορρόησε — καταφυλλοροέω shed the leaves aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεφυλλορρόησεν — καταφυλλοροέω shed the leaves aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεφυλλορόησε — καταφυλλοροέω shed the leaves aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεφυλλορόησεν — καταφυλλοροέω shed the leaves aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)